Υπήρξε ένας άνθρωπος του πολιτισμού, πέρα από σύνορα και «πάνω απ΄ τα σύννεφα», όχι με την έννοια του υπερβατικού, αλλά της μεγαλοσύνης.
Η πολιτική διάσταση της προσωπικότητάς του συνδέεται με το έργο του ως μουσικοσυνθέτη.
Και αυτό, διότι υπήρξε πολιτικός μέσω της μουσικής και της δράσης του :
Η σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με την Αρκαδία ήταν στενή. Ο ίδιος τη θεωρούσε πατρίδα του. Και ήταν η πατρίδα του. Στην Τρίπολη φοίτησε στο Γυμνάσιο, στην Τρίπολη, στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, παίχτηκε για πρώτη φορά η «Κασσιανή», ως βυζαντινό ορατόριο του ιδίου και στην Τρίπολη μετείχε για πρώτη φορά στην αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών.
Στην Αρκαδία ανδρώθηκε, εμπνεύστηκε και στα «πανάρχαια, περήφανα, ανυπόταχτα, τίμια» «άπαρτα» αρκαδικά βουνά, και βέβαια στη Ζάτουνα, όπου το «επίσημο» κράτος (η παράνομη εξουσία της χούντας), τον εκτόπισε. Και τον τόπο εκτόπισής του, τη Ζάτουνα, τον μετασχημάτισε σε φάρο αγώνα και παγκόσμιας αλληλεγγύης προς την Ελλάδα, για τη δημοκρατία και την ελευθερία.
Και αυτό θα γίνει (και) μέσω της καθιέρωσης του φεστιβάλ, ως θεσμού, με μόνιμα χαρακτηριστικά και διάρκεια.
Η Πατρίδα μας, η Ανθρωπότητα έχει ανάγκη τέτοιου είδους πρωτοβουλιών, εκδηλώσεων και «θεσμών», ούτως ώστε το φως να νικά το σκοτάδι διαχρονικά, όπως έγινε και τα δίσεκτα χρόνια της δικτατορίας, όταν η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το ελεύθερο πνεύμα υπερίσχυσαν της βίας του φασισμού, με την αντιδικτατορική πάλη, και με κατάληξη την πτώση της χούντας.
Στο στόμα τους, τα τραγούδια του έγιναν η φωνή της Ρωμιοσύνης, φωνή (ιστορικής) μνήμης, ευαισθησίας, έμπνευσης, αφύπνισης, αγώνα και ζωής.
Ένας χρόνος πέρασε από το θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά με το πνεύμα και το έργο του παρόντα, για να μας υποδεικνύουν δρόμους αγώνα και πολιτισμού. Η Πατρίδα μας, η Ανθρωπότητα, οι Λαοί του κόσμου έχουν ανάγκη να πορευτούν αυτούς τους δρόμους, στους ζοφερούς και «ύπουλους» καιρούς που ζούμε.