

Συμπληρώνεται και με την επίσης ντροπιαστική στάση της έναντι του κινήματος αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους.


Ειδικότερα ντροπιαστική είναι και η ενεργά συνενοχική στάση της για τον στολίσκο αλληλεγγύης που δέχτηκε πειρατική επίθεση σε διεθνή ύδατα επίσης από το κράτος του Ισραήλ.

Στον στολίσκο μετείχαν και ελληνικά σκάφη, στα οποία επέβαιναν και Έλληνες αλληλέγγυοι και μάλιστα μία βουλευτής-η συνάδελφος της Νέας Αριστεράς Πέττη Πέρκα. Όλοι συνελήφθησαν και κρατούνται παράνομα.


Η ελληνική κυβέρνηση, ενώ έχει υποχρέωση να προστατεύει τους Έλληνες πολίτες, δεν αντέδρασε και υιοθέτησε την ισραηλινή αφήγηση για τα γεγονότα επιδεικνύοντας υποτακτικότητα έναντι του ισραηλινού κράτους.


Η μοναδική-η σχεδόν απόλυτη ασυλία που χαίρει το κράτος του Ισραήλ διεθνώς, του επιτρέπει να αυθαιρετεί συνεχώς και παντού και να παραβιάζει ο διεθνές δίκαιο, χωρίς συνέπειες.


Ντροπή και πάλι ντροπή για τη λεγόμενη διεθνή κοινότητα που παραμένει συνένοχα αδιάφορη, άφωνη και αδρανής και βέβαια για την ελληνική κυβέρνηση.


Κύριοι της κυβέρνησης, άφωνοι και αδρανείς δέχεστε την παραβίαση του διεθνούς δικαίου.


Αυτό δεν συμβαδίζει με τα εθνικά μας συμφέροντα, η προώθηση των οποίων στηρίζεται στο διεθνές δίκαιο.


Κύριοι της κυβέρνησης,
Δεν μας εκπροσωπείτε


Ντροπή και πάλι ντροπή.

Στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «Προσδιορισμός κρίσιμων οντοτήτων, ορισμός της Γενικής Γραμματείας Προστασίας Κρίσιμων Οντοτήτων του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ως αρμόδιας αρχής και ενιαίου σημείου επαφής – Εποπτεία συμμόρφωσης, επιβολή μέτρων και κυρώσεων - Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2557 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων και την κατάργηση της Οδηγίας 2008/114/ΕΚ του Συμβουλίου και λοιπές διατάξεις»
είπε, μεταξύ των άλλων τα εξής:

Με την ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2557, που ενσωματώνεται στο παρόν νομοσχέδιο, αναγνωρίζεται ότι, σε μια εποχή κλιματικής κρίσης, γεωπολιτικών-πολεμικών εντάσεων και ψηφιακών απειλών, η προστασία των κρίσιμων υποδομών είναι ζήτημα στρατηγικό. Επ΄ αυτού δεν μπορεί να υπάρξει διαφωνία.

Όμως, με το υπό κρίση νομοσχέδιο δεν αξιοποιείται η συγκυρία για έναν ολιστικό και δημοκρατικό σχεδιασμό. Έτσι αυτό καταλήγει να λειτουργεί αποσπασματικά, συγκεντρωτικά και σε πολλές περιπτώσεις με τη λογική της καταστολής.

Επιλέγεται να ανατίθεται το σύνολο της ευθύνης στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, παραγνωρίζοντας τον ρόλο άλλων υπουργείων, την ανάγκη διυπουργικού συντονισμού και τη σημασία συμμετοχής της αυτοδιοίκησης και των τοπικών κοινωνιών.

Έτσι, η προστασία κρίσιμων οντοτήτων μετατρέπεται σε υπόθεση αποκλειστικά «αστυνομική», ενώ θα έπρεπε να αποτελεί συλλογική πολιτική ευθύνη του κράτους και της κοινωνίας.

Η δημόσια ασφάλεια είναι δικαίωμα που πρέπει να απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες, να ζουν σε ένα περιβάλλον ελευθερίας, αξιοπρέπειας και ισότητας. Η πραγματική ασφάλεια δεν οικοδομείται μέσω του φόβου, της επιτήρησης και της περιστολής δικαιωμάτων, αλλά μέσω της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Όταν κυριαρχούν οι ανισότητες, η ανεργία, η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός, τότε η ανασφάλεια επιτείνεται. Όταν ο πολίτης αισθάνεται ότι δεν έχει στήριξη, ότι δεν έχει προοπτική, ότι το κράτος τον αγνοεί, τότε καμία «κατασταλτική πολιτική» δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια.

Γι’ αυτό η συζήτηση για τις κρίσιμες οντότητες πρέπει να συνδεθεί με το κοινωνικό κράτος, με τη δημοκρατία, με το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η προστασία των υποδομών πρέπει να συνοδεύεται από την προστασία των πολιτών.

Χρειάζεται διαφάνεια στις αποφάσεις, συμμετοχή της αυτοδιοίκησης, ενίσχυση της επιστημονικής γνώσης, επένδυση στην κυβερνοασφάλεια και όχι γενικόλογες προβλέψεις. Χρειάζεται στρατηγικό σχέδιο που να διασφαλίζει την ανθεκτικότητα έναντι φυσικών καταστροφών, της κλιματικής κρίσης και των επιθέσεων στον ψηφιακό χώρο.

Η επιλογή να συγκεντρωθούν όλες οι αρμοδιότητες στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Η ασφάλεια είναι υπόθεση της κοινωνίας και των θεσμών της, όχι αποκλειστικά ενός υπουργείου και μάλιστα με τη φύση και την αποστολή του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.

Στο νομοσχέδιο παρεισφρύουν και δύο άρθρα που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την ευρωπαϊκή οδηγία. Δεν υπήρχαν στη διαβούλευση και έτσι δεν παρουσιάστηκαν στην κοινωνία,.

Πρόκειται για ρυθμίσεις που αφορούν τις προσλήψεις υπαλλήλων στα σωφρονιστικά καταστήματα.

Δι΄ αυτών: η κυβέρνηση επιχειρεί διά της πλαγίας να παρακάμψει τον θεσμικό ρόλο του ΑΣΕΠ, εισάγοντας διαδικασίες «κατ’ εξαίρεση». Αφαιρεί την αντικειμενικότητα και τη διαφάνεια που είναι συνταγματική επιταγή για κάθε πρόσληψη στο Δημόσιο.

Σε μια εποχή που οι πολίτες αμφισβητούν θεσμούς και πολιτικές, και δυσπιστούν έναντι του κράτους, η κυβέρνηση αντί να ενισχύει την αντικειμενικότητα και την αξιοκρατία, αντί να στηρίζει τους θεσμούς διαφάνειας και λογοδοσίας, επιλέγει να ανοίγει «παραθυράκια», εισάγοντας εξαιρέσεις.

Έτσι εκπέμπεται λάθος μήνυμα. Βέβαια αυτό για την κυβέρνηση σνιστά κανόνα, ώστε να οικοδομηθεί το κομματικό κράτος της Δεξιάς.

Η δημόσια ασφάλεια, είτε αφορά τις κρίσιμες οντότητες, είτε τις φυλακές, είτε την καθημερινή ζωή των πολιτών, δεν μπορεί να υπηρετείται με αυταρχικές μεθοδεύσεις. Πρέπει να υπηρετείται με σεβασμό στα δικαιώματα, με ισχυρούς θεσμούς, με κοινωνική συμμετοχή.

Η ασφάλεια δεν μπορεί να είναι προνόμιο των ολίγων. Είναι συλλογικό αγαθό που ανήκει σε όλους και πρέπει να το απολαμβάνουν όλοι. Δεν μπορεί να υπάρχει ασφάλεια για τους «από πάνω» και ανασφάλεια για τους «από κάτω». Ο ρόλος του κράτους είναι να εγγυάται το ίδιο επίπεδο προστασίας για κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως καταγωγής, φύλου, κοινωνικής θέσης. Αυτό σημαίνει πραγματική ασφάλεια με δημοκρατικούς όρους και με όρους προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία στηρίζει την ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας, αλλά δεν μπορεί να συναινέσει σε ένα νομοσχέδιο που συγκεντρώνει εξουσίες, που αφήνει κενά και ασάφειες, και με το οποίο παρεισφρύουν ρυθμίσεις άσχετες με την οδηγία, υπονομεύοντας το ΑΣΕΠ και το κράτος δικαίου.

Η ασφάλεια και η ανθεκτικότητα είναι πολύ σοβαρά ζητήματα-αιτούμενα, για να γίνονται αντικείμενο επικοινωνιακών επιλογών και μικροπολιτικών μεθοδεύσεων. Χρειάζονται σοβαρότητα, διαφάνεια, σεβασμός στις αρχές του κράτους δικαίου.

Συμπερασματικά, το υπό κρίση νομοσχέδιο δεν ανταποκρίνεται σε αυτές τις
προϋποθέσεις.